πολιαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολιαίνομαι:''' ([[πολιός]]), Παθ., [[γίνομαι]] [[λευκός]], λευκαίνομαι, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πολιαίνομαι:''' ([[πολιός]]), Παθ., [[γίνομαι]] [[λευκός]], λευκαίνομαι, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολιαίνομαι:''' покрываться седой (белой) пеной, пениться ([[θάλασσα]] πολιαινομένη Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
(πολιός) Pass.,
A grow white, of the foaming sea, A.Pers.109(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
πολιαίνομαι: (πολιὸς) Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, π. χ. ἐπὶ τῆς ἀφριζούσης θαλάσσης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110· οὕτω παρὰ Κατούλλῳ 64. 13, spumis incanuit unda.
French (Bailly abrégé)
blanchir d’écume.
Étymologie: πολιός.
Greek Monolingual
Α πολιός
(για την αφρίζουσα θάλασσα) γίνομαι λευκός, λευκαίνω.
Greek Monotonic
πολιαίνομαι: (πολιός), Παθ., γίνομαι λευκός, λευκαίνομαι, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πολιαίνομαι: покрываться седой (белой) пеной, пениться (θάλασσα πολιαινομένη Aesch.).