δυσπροσόρμιστος: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσπροσόρμιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει κατάλληλη [[πρόσβαση]] από τη [[θάλασσα]]. | |mltxt=[[δυσπροσόρμιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει κατάλληλη [[πρόσβαση]] από τη [[θάλασσα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπροσόρμιστος:''' <b class="num">1)</b> неудобный для причаливания, малодоступный (πλευρὰ τῆς Σικελίας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> (о высадке) трудный ([[ἀπόβασις]] Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to land on, having few ports, Plb.1.37.4; δ. ἀπόβασις a difficult landing, D.S.1.31.
German (Pape)
[Seite 688] ungünstig für das Landen; von der Küste Pol. 1, 37, 4; λιμήν Poll. 1, 103; ἀπόβασις, schwierige Landung, D. Sic. 1, 31.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπροσόρμιστος: -ον, εἰς ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσορμισθῇ τις, Πολύβ. 1. 37, 4· δ. ἀπόβασις, δύσκολος ἀπόβασις, Διόδ. 1. 31.
Spanish (DGE)
-ον
de difícil acceso por mar, donde es difícil atracar, que presenta pocos fondeaderos ἡ ἔξω πλευρὰ τῆς Σικελίας Plb.1.37.4, cf. 4.56.6, Sch.Call.SHell.251.3, τὸ Αἰγύπτιον πέλαγος ... ἔχει ... τὴν ἀπόβασιν τὴν ἐπὶ τὴν χώραν δ. el mar de Egipto presenta un acceso a tierra especialmente dificultoso D.S.1.31, πόλις D.S.20.74.
Greek Monolingual
δυσπροσόρμιστος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει κατάλληλη πρόσβαση από τη θάλασσα.
Russian (Dvoretsky)
δυσπροσόρμιστος: 1) неудобный для причаливания, малодоступный (πλευρὰ τῆς Σικελίας Polyb.);
2) (о высадке) трудный (ἀπόβασις Diod.).