δυσπροσόρμιστος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπροσόρμιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει κατάλληλη [[πρόσβαση]] από τη [[θάλασσα]].
|mltxt=[[δυσπροσόρμιστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει κατάλληλη [[πρόσβαση]] από τη [[θάλασσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπροσόρμιστος:''' <b class="num">1)</b> неудобный для причаливания, малодоступный (πλευρὰ τῆς Σικελίας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> (о высадке) трудный ([[ἀπόβασις]] Diod.).
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπροσόρμιστος Medium diacritics: δυσπροσόρμιστος Low diacritics: δυσπροσόρμιστος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΟΡΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysprosórmistos Transliteration B: dysprosormistos Transliteration C: dysprosormistos Beta Code: dusproso/rmistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to land on, having few ports, Plb.1.37.4; δ. ἀπόβασις a difficult landing, D.S.1.31.

German (Pape)

[Seite 688] ungünstig für das Landen; von der Küste Pol. 1, 37, 4; λιμήν Poll. 1, 103; ἀπόβασις, schwierige Landung, D. Sic. 1, 31.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπροσόρμιστος: -ον, εἰς ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσορμισθῇ τις, Πολύβ. 1. 37, 4· δ. ἀπόβασις, δύσκολος ἀπόβασις, Διόδ. 1. 31.

Spanish (DGE)

-ον
de difícil acceso por mar, donde es difícil atracar, que presenta pocos fondeaderos ἡ ἔξω πλευρὰ τῆς Σικελίας Plb.1.37.4, cf. 4.56.6, Sch.Call.SHell.251.3, τὸ Αἰγύπτιον πέλαγος ... ἔχει ... τὴν ἀπόβασιν τὴν ἐπὶ τὴν χώραν δ. el mar de Egipto presenta un acceso a tierra especialmente dificultoso D.S.1.31, πόλις D.S.20.74.

Greek Monolingual

δυσπροσόρμιστος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει κατάλληλη πρόσβαση από τη θάλασσα.

Russian (Dvoretsky)

δυσπροσόρμιστος: 1) неудобный для причаливания, малодоступный (πλευρὰ τῆς Σικελίας Polyb.);
2) (о высадке) трудный (ἀπόβασις Diod.).