ὑποφήτης: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποφήτης:''' -ου, ὁ ([[φημί]]), [[εξηγητής]], [[ερμηνευτής]], [[ιερέας]] που αναγγέλλει έναν [[θείο]] χρησμό, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>Μουσάων ὑποφῆται</i>, δηλ. οι ποιητές, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὑποφήτης:''' -ου, ὁ ([[φημί]]), [[εξηγητής]], [[ερμηνευτής]], [[ιερέας]] που αναγγέλλει έναν [[θείο]] χρησμό, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>Μουσάων ὑποφῆται</i>, δηλ. οι ποιητές, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποφήτης:''' ου ὁ истолкователь воли богов, прорицатель Hom.: Μουσάων ὑποφῆται Theocr. жрецы Муз, т. е. поэты.
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφήτης Medium diacritics: ὑποφήτης Low diacritics: υποφήτης Capitals: ΥΠΟΦΗΤΗΣ
Transliteration A: hypophḗtēs Transliteration B: hypophētēs Transliteration C: ypofitis Beta Code: u(pofh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (φημί)

   A suggester, interpreter, expounder, esp. of the divine will or judgement, e.g. priest who declares an oracle, Il.16.235; Μουσάων ὑποφῆται, i.e. poets, Theoc.16.29, 17.115; ἑτέρων ὑ. Id.22.116; Γλαῦκος . . Νηρῆος ὑ. A.R.1.1311, cf. Porph. ap. Iamb.Myst.5.1, Orib.Syn.8.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφήτης: -ου, ὁ, (φημὶ) ὁ ἑρμηνευτὴς ἢ ἐξηγητὴς μάλιστα τοῦ θείου θελήματος, π. χ. ἱερεὺς ἀναγγέλλων τὸν θεῖον χρησμόν, Ἰλ. Π. 235· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. ποιηταί, Λατιν. vates, Θεόκρ. 16. 29· καὶ ἀπολ., ὁ αὐτ. 17. 115., 22. 116, πρβλ. προφήτης. Κατὰ Σουΐδ.: «ὑποφῆται, ἱερεῖς, προφῆται, χρησμολόγοι», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὑποφῆται· μάντεις, προφῆται, ἱερεῖς, διερμηνευταί, χρησμολόγοι», πρβλ. καὶ Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
interprète de la parole ou de la volonté des dieux, prêtre, devin.
Étymologie: ὑπό, *φήτης, cf. προφήτης.

English (Autenrieth)

(φημί): declarer, interpreter of the divine will, pl., Il. 16.235†.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, θηλ. ὑποφῆτις, -ήτιδος, και δωρ. τ. ὑποφᾱτις, -άτιδος, Α
1. χρησμολόγος ιερέας, ερμηνευτής της θείας βούλησης·2. φρ. «Μουσάων ὑποφῆται» — οι ποιητές (θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -φήτης (< φημί «λέγω»), πρβλ. προ-φήτης].

Greek Monotonic

ὑποφήτης: -ου, ὁ (φημί), εξηγητής, ερμηνευτής, ιερέας που αναγγέλλει έναν θείο χρησμό, σε Ομήρ. Ιλ.· Μουσάων ὑποφῆται, δηλ. οι ποιητές, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφήτης: ου ὁ истолкователь воли богов, прорицатель Hom.: Μουσάων ὑποφῆται Theocr. жрецы Муз, т. е. поэты.