πλατός: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(6) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλᾱτός:''' -ή, -όν, συντετμ. αντί <i>πελᾱτός</i>, [[προσιτός]], προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πλᾱτός:''' -ή, -όν, συντετμ. αντί <i>πελᾱτός</i>, [[προσιτός]], προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλᾱτός:''' [adj. verb. к [[πελάω]] к которому можно приблизиться: οὐ πλατὰ φυσιάματα Aesch. ядовитое дыхание (Горгон). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, (πελάζω)
A approachable, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι A.Eu. 53 (Elmsl. for πλαστοῖσι, cf. πλατά· προσπέλαστα, Phot.).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾱτός: -ή, -όν, (πελάζω) ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl, (Εὐρ. Μήδ. 149) ἀντὶ πλαστοῖσι· ― ὅμοιον σφάλμα συνεχῶς ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἄπλαστος ἀντὶ ἄπλατος. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 79. 13, Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on peut s’approcher.
Étymologie: adj. verb. de πελάω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί να πλησιάσει κανείς, ευπρόσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα pelā-/ pelә2- (βλ. λ. πέλας) με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο].
Greek Monotonic
πλᾱτός: -ή, -όν, συντετμ. αντί πελᾱτός, προσιτός, προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πλᾱτός: [adj. verb. к πελάω к которому можно приблизиться: οὐ πλατὰ φυσιάματα Aesch. ядовитое дыхание (Горгон).