πεφυλαγμένως: Difference between revisions
οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεφῠλαγμένως:'''<b class="num">1.</b> επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[φυλάσσω]], προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ασφάλεια]], σε Ξεν. | |lsmtext='''πεφῠλαγμένως:'''<b class="num">1.</b> επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[φυλάσσω]], προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με [[ασφάλεια]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεφῠλαγμένως:''' <b class="num">1)</b> соблюдая предосторожности, осторожно Xen., Dem., Isocr.;<br /><b class="num">2)</b> в безопасности Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (φυλάσσω)
A with due caution, X.An.2.4.24, Eq.Mag.6.2, Aen.Tact.15.7, D.7.29, Plu.Oth.7,al., Luc.Philops.6; πρός τι π. ἔχειν Isoc.8.97.
German (Pape)
[Seite 607] adv. zum part. perf. pass. von φυλάσσω, vorsichtig, Xen. An. 2, 4, 24 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πεφῠλαγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ φυλάσσω, μετὰ προφυλάξεως, μετὰ προσοχῆς, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 4, 24, Δημ. 83 ἐν τέλ.· π. ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 178Ε. 2) ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππαρχικ. 6, 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec précaution.
Étymologie: part. pf. Pass. de φυλάσσω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με προφύλαξη, προσεκτικά
2. φρ. «πεφυλαγμένως ἔχω πρὸς τι» — είμαι προσεκτικός για κάποιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφυλαγμένος του φυλάσσω.
Greek Monotonic
πεφῠλαγμένως:1. επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του φυλάσσω, προσεκτικά, επιφυλακτικά, συνετά, σε Ξεν., Δημ.
2. με ασφάλεια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πεφῠλαγμένως: 1) соблюдая предосторожности, осторожно Xen., Dem., Isocr.;
2) в безопасности Xen.