ὀπισθοφυλακέω: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀπισθοφῠλᾰκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φρουρώ]] τα [[νώτα]], [[απαρτίζω]] την [[οπισθοφυλακή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[διοικώ]] [[οπισθοφυλακή]], στον ίδ. | |lsmtext='''ὀπισθοφῠλᾰκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φρουρώ]] τα [[νώτα]], [[απαρτίζω]] την [[οπισθοφυλακή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[διοικώ]] [[οπισθοφυλακή]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀπισθοφῠλᾰκέω:''' быть в тыловом охранении, быть в арьергарде Xen., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A guard the rear, form the rearguard, X.An. 3.3.8, J.AJ14.15.8 ; of the pillar of cloud, Ph.2.109. II command it, X.An.2.3.10, etc.
German (Pape)
[Seite 358] ein ὀπισθοφύλαξ sein, die Nachhut haben, Xen. An. 3. 3, 8, von Soldaten, wie vom Heerführer, 2, 3, 10; Hdn. 8, 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθοφῠλακέω: φυλάττω τὸ ὄπισθεν μέρος, ἀποτελῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 8. ΙΙ. διοικῶ τὴν ὀπισθοφυλακήν, αὐτόθι 2. 3, 10, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être à l’arrière-garde.
Étymologie: ὀπισθοφύλαξ.
Greek Monotonic
ὀπισθοφῠλᾰκέω: μέλ. -ήσω,
I. φρουρώ τα νώτα, απαρτίζω την οπισθοφυλακή, σε Ξεν.
II. διοικώ οπισθοφυλακή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀπισθοφῠλᾰκέω: быть в тыловом охранении, быть в арьергарде Xen., Plut.