ἀπεοικώς: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(3)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεοικώς:''' Αττ. ἀπ-εικώς, <i>-υῖα</i>, <i>-ός</i>, μτχ. του [[ἀπέοικα]], που χρησιμ. ως επίθ., [[παράλογος]], [[αδικαιολόγητος]], [[απρεπής]], [[ανάρμοστος]], σε Αντιφ.· επίρρ. <i>ἀπ-εοικότως</i> ή <i>-[[εικότως]]</i>, αδικαιολόγητα, παράλογα, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπεοικώς:''' Αττ. ἀπ-εικώς, <i>-υῖα</i>, <i>-ός</i>, μτχ. του [[ἀπέοικα]], που χρησιμ. ως επίθ., [[παράλογος]], [[αδικαιολόγητος]], [[απρεπής]], [[ανάρμοστος]], σε Αντιφ.· επίρρ. <i>ἀπ-εοικότως</i> ή <i>-[[εικότως]]</i>, αδικαιολόγητα, παράλογα, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεοικώς:''' υῖα, ός part. к [[ἀπέοικα]].
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεοικώς: Ἀττ. ἀπεικῶς, υῖα, ός, μετοχ. τοῦ ἀπέοικα (ὅπερ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφ., Ἀρρ. Ἰνδ. 6. 8, Πλουτ. Περικλ. 8): παράλογος, ἀνάρμοσοτος, ἄδικος, παρὰ τὸ πρέπον, παρὰ φύσιν, οὐκ ἀπεικὸς Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ἀντιφῶν 117. 1· οὐκ ἀπεικὸς Πολύβ. 2. 62, 8· ἀπεοικὼς πρὸς τὰ καλά, ἀνάρμοστος, μὴ διατεθειμένος πρὸς ἐκτέλεσιν γενναίων ἔργων, ὁ αὐτ. 6. 26, 12· συχνάκις παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Οὐϋττεμβαχ. Πίν. Πλουτ.: ― Ἐπίρρ. ἀπεοικότως, ἀλόγως, Θουκ. 6. 55· ἀλλ’ ἐν 1. 73., 2. 8., 8. 68, ἔχει οὐκ ἀπεικότως.

French (Bailly abrégé)

v. ἀπέοικα.

Greek Monotonic

ἀπεοικώς: Αττ. ἀπ-εικώς, -υῖα, -ός, μτχ. του ἀπέοικα, που χρησιμ. ως επίθ., παράλογος, αδικαιολόγητος, απρεπής, ανάρμοστος, σε Αντιφ.· επίρρ. ἀπ-εοικότως ή -εικότως, αδικαιολόγητα, παράλογα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεοικώς: υῖα, ός part. к ἀπέοικα.