ἀκροβόλισις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροβόλισις:''' -εως, ἡ, [[αψιμαχία]], [[άτακτος]] [[πόλεμος]], σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀκροβόλισις:''' -εως, ἡ, [[αψιμαχία]], [[άτακτος]] [[πόλεμος]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροβόλῐσις:''' εως ἡ перестрелка Xen.
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροβόλισις Medium diacritics: ἀκροβόλισις Low diacritics: ακροβόλισις Capitals: ΑΚΡΟΒΟΛΙΣΙΣ
Transliteration A: akrobólisis Transliteration B: akrobolisis Transliteration C: akrovolisis Beta Code: a)krobo/lisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A skirmishing, X.An.3.4.18, Cyr.6.2.15 (pl.).

German (Pape)

[Seite 83] εως, ἡ, das Schleudern aus der Ferne, Scharmützel, Xen. An. 3, 4, 18 Cyr. 6, 2, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβόλισις: -εως, ἡ, = ἁψιμαχία, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 18, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
engagement à distance, escarmouche.
Étymologie: ἀκροβολίζω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
intercambio de disparos, de armas arrojadizas, escaramuza X.An.3.4.18, ἀ. τοξοτῶν καὶ ἀκοντιστῶν X.Cyr.6.2.15.

Greek Monolingual

ἀκροβόλισις (-εως), η (Α) ἀκροβολίζομαι
ο ακροβολισμός.

Greek Monotonic

ἀκροβόλισις: -εως, ἡ, αψιμαχία, άτακτος πόλεμος, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροβόλῐσις: εως ἡ перестрелка Xen.