ὑπεισδύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεισδύομαι:''' Μέσ. με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-εισέδυν</i>, [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]] [[κρυφά]], [[γλιστρώ]] ή [[πλησιάζω]] [[κρυφά]] μέσα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὑπεισδύομαι:''' Μέσ. με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-εισέδυν</i>, [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]] [[κρυφά]], [[γλιστρώ]] ή [[πλησιάζω]] [[κρυφά]] μέσα, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπεισδύομαι:''' тайком или исподволь проникать Arst.: ὑπεισδύς Hom. тайком прокравшись.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεισδύομαι Medium diacritics: ὑπεισδύομαι Low diacritics: υπεισδύομαι Capitals: ΥΠΕΙΣΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: hypeisdýomai Transliteration B: hypeisdyomai Transliteration C: ypeisdyomai Beta Code: u(peisdu/omai

English (LSJ)

Med. with aor. 2 Act. ὑπεισέδυν,

   A get in secretly, slip or steal in, Hdt.1.12 (ὑπεκδύς is prob. cj.); come or go in gradually, Arist.GC325b4:—Act. pres. ὑπεισδύνω, EM290.13.

German (Pape)

[Seite 1185] (s. δύω), mit aor. II. u. perf. act., darunter oder heimlich hineingehen, ὑπεισέδυ Her. 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεισδύομαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ὑπεισέδυν, εἰσέρχομαι κρύφᾳ, λάθρᾳ, κατὰ μικρὸν εἰσέρχομαι, Ἡρόδ. 1. 12· εἰσέρχομαι, ἐμβαίνω κατ’ ὀλίγον, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 9. Ὑπάρχει ἐνεργ. ἐνεστ. ὑπεισδύνω, ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 290. 13.

Greek Monotonic

ὑπεισδύομαι: Μέσ. με Ενεργ. αόρ. βʹ -εισέδυν, εισέρχομαι, μπαίνω κρυφά, γλιστρώ ή πλησιάζω κρυφά μέσα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεισδύομαι: тайком или исподволь проникать Arst.: ὑπεισδύς Hom. тайком прокравшись.