οἷο: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἷο:''' Επικ. αντί <i>οὗ</i>, γεν. της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>, [[δικός]] του, [[δικός]] της, δικό του.
|lsmtext='''οἷο:''' Επικ. αντί <i>οὗ</i>, γεν. της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>, [[δικός]] του, [[δικός]] της, δικό του.
}}
{{elru
|elrutext='''οἷο:''' эп. = οὗ (gen. к ὅς).
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἷο Medium diacritics: οἷο Low diacritics: οίο Capitals: ΟΙΟ
Transliteration A: hoîo Transliteration B: hoio Transliteration C: oio Beta Code: oi(=o

English (LSJ)

Ep. for οὗ, gen. of Possess. Pron. ὅς, ἥ, ὅν

   A his, her (q. v.) : οἷόπερ, Ep. for οὗπερ, A.R.1.1325.

Greek (Liddell-Scott)

οἷο: Ἐπικ. ἀντὶ οὗ, γεν. τῆς κτητ. ἀντωνυμ. ὅς, ἥ, ὅν, Ὅμ.˙ ἀλλ’ οὐδέποτε ὡς γενικ. τῆς προσωπ. ἀντωνυμ., ἥτις ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ εἶναι ἀπανταχοῦ εἷο: - οἷόπερ, Ἰων. ἀντὶ οὗπερ.

French (Bailly abrégé)

épq. c. οὗ, gén. du pron. poss. ὅς.

English (Autenrieth)

see ὅ Od. 18.2.

Greek Monotonic

οἷο: Επικ. αντί οὗ, γεν. της κτητ. αντων. ὅς, , , δικός του, δικός της, δικό του.

Russian (Dvoretsky)

οἷο: эп. = οὗ (gen. к ὅς).