κύρτη: Difference between revisions
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κύρτη:''' ἡ, [[καλάθι]] ψαρέματος, Λατ. [[nassa]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κύρτη:''' ἡ, [[καλάθι]] ψαρέματος, Λατ. [[nassa]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κύρτη:''' ἡ верша Her., Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = κύρτος, weel, lobster-pot, Hdt.1.191, D.S.3.19; used as a sieve or riddle, σχοινίδι κ. Nic.Al.625. 2 bird-cage, Archil.177.
German (Pape)
[Seite 1537] ἡ, alles aus Binsen Geflochtene, bes. Fischerreuse, Nic. Al. 546, D. Sic. 3, 19; so Her. 1, 191, wo man es auch allgemein = Käfig erklärt; vgl. Poll. 10, 160 u. κύρτος.
Greek (Liddell-Scott)
κύρτη: ἡ, ὡς τὸ κύρτος, ὁ, πλέγμα πρὸς ἄγραν ἰχθύων, εἶδος καλάθου ἁλιευτικοῦ μετὰ στενοῦ λαιμοῦ, Λατ. nassa, Ἡρόδ. 1. 191, Διόδ. 3. 19· σχοινίδι κ. Νικ. Ἀλεξιφ. 546, πρβλ. Ἀρχίλ. 167.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
nasse de pêcheur.
Étymologie: fém. de κύρτος.
Greek Monolingual
η (Α κύρτη) κύρτος
ψαροκάλαθο, αλιευτικό καλάθι με στενό λαιμό και με δολώματα, στο οποίο όταν μπουν τα ψάρια δεν μπορούν να βγουν
αρχ.
1. είδος κοσκίνου
2. κλουβί πτηνού.
Greek Monotonic
κύρτη: ἡ, καλάθι ψαρέματος, Λατ. nassa, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κύρτη: ἡ верша Her., Diod.