βιβλιοκάπηλος: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βιβλιοκάπηλος:''' [ᾰ], ὁ, [[έμπορος]] βιβλίων, σε Λουκ. | |lsmtext='''βιβλιοκάπηλος:''' [ᾰ], ὁ, [[έμπορος]] βιβλίων, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βιβλιοκάπηλος:''' ὁ Luc. = [[βιβλιοπώλης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A dealer in books, Luc.Ind.4,24.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Bücherkrämer, Luc. adv. ind. 4.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ἔμπορος βιβλίων, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 4. 24.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
libraire.
Étymologie: βιβλίον, κάπηλος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ librero Luc.Ind.4, 24.
Greek Monolingual
ο (Α βιβλιοκάπηλος)
νεοελλ.
αυτός που ασκεί βιβλιοκαπηλεία
αρχ.
έμπορος βιβλίων, βιβλιοπώλης.
Greek Monotonic
βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, έμπορος βιβλίων, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
βιβλιοκάπηλος: ὁ Luc. = βιβλιοπώλης.