τρυσάνωρ: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῡσάνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[τρύω]]), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ. | |lsmtext='''τρῡσάνωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[τρύω]]), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῡσάνωρ:''' ορος (ᾱ) adj. [[τρύω]] мучающий людей, т. е. мучительный: αὐδὰ τ. Soph. душераздирающий голос. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, (τρύω)
A of a weary man, αὐδά S.Ph.209 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (τρύω) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, οὐδέ με λάθει βαρεία τηλόθεν αὐδὰ τρυσάνωρ Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ ἴσως αὐδὰ τρυσάνωρ αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui fatigue ou épuise l’homme.
Étymologie: τρύω, ανήρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος< τρυσι- (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + -άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξ-άνωρ].
Greek Monotonic
τρῡσάνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (τρύω), αυτός που κατατρύχει, που καταπονεί άνδρα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
τρῡσάνωρ: ορος (ᾱ) adj. τρύω мучающий людей, т. е. мучительный: αὐδὰ τ. Soph. душераздирающий голос.