εὐχειρία: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐχειρία]] και ιων. τ. εὐχειρίη, ἡ (Α) [[εύχειρ]]<br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[δεξιότητα]], [[εμπειρία]]<br /><b>2.</b> [[δεξιοτεχνία]]. | |mltxt=[[εὐχειρία]] και ιων. τ. εὐχειρίη, ἡ (Α) [[εύχειρ]]<br /><b>1.</b> [[ικανότητα]], [[δεξιότητα]], [[εμπειρία]]<br /><b>2.</b> [[δεξιοτεχνία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐχειρία:''' ἡ Polyb. = [[εὐχέρεια]] 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A manual dexterity, skill, ἀνόητος εὐ. Hp.Art. 35, cf. Ruf. ap. Orib.inc.20.1; in flute-playing, Poll.4.72; in battle, Plb.11.13.3, 16.19.1, Fr.158 (pl.), Hdn.1.17.12, etc. (Sts. confused in codd with εὐχέρεια.)
German (Pape)
[Seite 1108] ἡ, Geschicklichkeit der Hand; Pol. 11, 13, 3, im plur., wie D. Sic. 19, 16; a. Sp., wie Hdn.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχειρία: ἡ, ταχύτης χειρός, ἱκανότης, ἐμπειρία, δεξιότης (πρβλ. εὐχέρεια Ι), ἀνόητος εὐχ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802, πρβλ. Πολύβ. 11. 13, 3, κτλ.
Greek Monolingual
εὐχειρία και ιων. τ. εὐχειρίη, ἡ (Α) εύχειρ
1. ικανότητα, δεξιότητα, εμπειρία
2. δεξιοτεχνία.
Russian (Dvoretsky)
εὐχειρία: ἡ Polyb. = εὐχέρεια 1.