Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραυλίζω:''' βρίσκομαι δίπλα σ' ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''παραυλίζω:''' βρίσκομαι δίπλα σ' ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραυλίζω:''' находиться близко, быть расположенным по соседству (τινί Eur.).
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραυλίζω Medium diacritics: παραυλίζω Low diacritics: παραυλίζω Capitals: ΠΑΡΑΥΛΙΖΩ
Transliteration A: paraulízō Transliteration B: paraulizō Transliteration C: paravlizo Beta Code: parauli/zw

English (LSJ)

   A lie near, παραυλίζουσα πέτρα . . Μακραῖς E.Ion493 (lyr.) :—Med., π. οἱ δορυφόροι τοῖς βασιλείοις Ath.5.189e.

German (Pape)

[Seite 505] daneben hausen od. wohnen, im med. παραυλίζομαι, neben παρακοιμᾶσθαι, Ath. IV, 189 e. – Ueberh. daneben gelegen sein, πέτρα παραυλίζουσα, Eur. Ion 493.

Greek (Liddell-Scott)

παραυλίζω: κεῖμαι πλησίον, παραυλίζουσα πέτρα ... Μάκραις Εὐρ. Ἴων 493·- Μέσ., π. οἱ δορυφόροι τοῖς βασιλείοις Ἀθήν. 189Ε.

French (Bailly abrégé)

habiter auprès, être voisin;
Moy. παραυλίζομαι m. sign.
Étymologie: πάραυλος.

Greek Monolingual

Α πάραυλος (Ι)]
1. βρίσκομαι κοντά, γειτονεύω («παραυλίζουσα πέτρα Μακραῑς», Ευρ.)
2. μένω κοντά, κατοικώ πλησίον
3. μέσ. διανυκτερεύω στην ίδια αυλή, μένω κοντά σε κάποιον, ιδίως ως φρουρός του («παραυλίζονται οί δορυφόροι τοῑς βασιλείοις», Αθήν.).

Greek Monotonic

παραυλίζω: βρίσκομαι δίπλα σ' ένα μέρος, με δοτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παραυλίζω: находиться близко, быть расположенным по соседству (τινί Eur.).