ξανθοκάρηνος: Difference between revisions
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξανθοκάρηνος:''' [ᾰ], -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει ξανθό [[κεφάλι]], [[ξανθομάλλης]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ξανθοκάρηνος:''' [ᾰ], -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει ξανθό [[κεφάλι]], [[ξανθομάλλης]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξανθοκάρηνος:''' (ᾰρ) светлоголовый, т. е. светловолосый ([[Βάκχος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:05, 31 December 2018
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A with yellow head, of Dionysus, AP9.524.15.
German (Pape)
[Seite 275] mit blondem Haupte, Bacchus, Hymn., (IV, 524, 15), wie Inscr. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la tête ou à la chevelure blonde.
Étymologie: ξανθός, κάρηνον.
Greek Monolingual
ξανθοκάρηνος, -ον (Α)
(επίθ. του Βάκχου) αυτός που έχει ξανθό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + κάρηνον «κεφαλή» (πρβλ. χρυσο-κάρηνος)].
Greek Monotonic
ξανθοκάρηνος: [ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει ξανθό κεφάλι, ξανθομάλλης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ξανθοκάρηνος: (ᾰρ) светлоголовый, т. е. светловолосый (Βάκχος Anth.).