στέγαρχος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στέγαρχος:''' ὁ ([[στέγη]]), [[κύριος]] του σπιτιού, [[νοικοκύρης]], [[οικοδεσπότης]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''στέγαρχος:''' ὁ ([[στέγη]]), [[κύριος]] του σπιτιού, [[νοικοκύρης]], [[οικοδεσπότης]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στέγαρχος:''' ὁ хозяин дома Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A master of the house, Hdt.1.133, Antiph.171.
German (Pape)
[Seite 932] ὁ, der Hausherr; Her. 1, 133; Antiphan. bei Poll. 10, 21, als Erklärung von σταθμοῦχος.
Greek (Liddell-Scott)
στέγαρχος: ὁ, οἰκοδεσπότης, Ἡρόδ. 1. 133, Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμβρίμῳ» 1.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
maître de maison.
Étymologie: στέγη, ἄρχω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
οικοδεσπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη + -αρχος].
Greek Monotonic
στέγαρχος: ὁ (στέγη), κύριος του σπιτιού, νοικοκύρης, οικοδεσπότης, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
στέγαρχος: ὁ хозяин дома Her.