εὐτειχής: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐτειχής:''' -ές, = το προηγ., σε Πίνδ., Ευρ.· [[αλλά]] στην Ομήρ. Ιλ., αιτ., <i>εὐτείχεα</i>, όχι <i>εὐτειχέα</i>. | |lsmtext='''εὐτειχής:''' -ές, = το προηγ., σε Πίνδ., Ευρ.· [[αλλά]] στην Ομήρ. Ιλ., αιτ., <i>εὐτείχεα</i>, όχι <i>εὐτειχέα</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐτειχής:''' Pind., Eur. = [[εὐτείχεος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, Pi.O.6.1, N.7.46, E.Andr.1009 (lyr.); prop. oxytone, cf. Hdn. Gr.2.37,687; but acc. εὐτείχεα (Id.2.99) Il.16.57.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.
English (Slater)
εὐτειχής
1 with well-built walls εὐτειχεῖ προθύρῳ (O. 6.1) θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον (N. 7.46) παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις (I. 6.75)
Greek Monolingual
εὐτειχής, -ές και ἐϋτειχής, -ές (Α)
εὐτείχεος (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφι-τειχής, επτα-τειχής].
Greek Monotonic
εὐτειχής: -ές, = το προηγ., σε Πίνδ., Ευρ.· αλλά στην Ομήρ. Ιλ., αιτ., εὐτείχεα, όχι εὐτειχέα.
Russian (Dvoretsky)
εὐτειχής: Pind., Eur. = εὐτείχεος.