πεδότριψ: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(31)
(3b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιβος, ὁ, ἡ, Α<br />(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή [[χρήση]] έχει φθείρει τα [[δεσμά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i>, -<i>βος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σκευό</i>-<i>τριψ</i>].
|mltxt=-ιβος, ὁ, ἡ, Α<br />(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή [[χρήση]] έχει φθείρει τα [[δεσμά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i>, -<i>βος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σκευό</i>-<i>τριψ</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πεδότριψ:''' τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc.
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 542] ιβος, ὁ u. ἡ, die Fußfesseln abnutzend, komisch von nichtsnutzigen Sklaven, die oft in Fußfesseln stecken od. gefesselt zu werden verdienen, Luc. Saturn. 8; vgl. Moeris 331.

Greek (Liddell-Scott)

πεδότριψ: -ῐβος, ὁ, καὶ ἡ, (πέδη, τρίβω) ὁ πολλοὺς χρόνους ἐν πέδαις γεγονώς, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν οὐδενὸς ἀξίων δούλων, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόν. 8· - οὕτω, πέδων, -ωνος, ὁ, Εὐστ. 1542. 48, «καὶ πέδων, ὁ αὐτὸς καὶ ὀψιπέδων» Φώτ.· πρβλ. τριπέδων, κέντρων.

French (Bailly abrégé)

ιβος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui use les entraves (à force de les porter) càd mauvais esclave.
Étymologie: πέδη, τρίβω.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ, ἡ, Α
(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + -τριψ, -βος (< τρίβω), πρβλ. σκευό-τριψ].

Russian (Dvoretsky)

πεδότριψ: τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc.