πλατυπρόσωπος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(32) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πλατυπρόσωπος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει πλατύ [[πρόσωπο]], φαρδυπρόσωπος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρόσωπον]]. | |mltxt=-η, -ο / [[πλατυπρόσωπος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει πλατύ [[πρόσωπο]], φαρδυπρόσωπος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρόσωπον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλᾰτυπρόσωπος:''' широколицый Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A flat-faced, PGrenf.1.27(2).8 (ii B.C.), Peripl. M.Rubr.65, Arist.Mir.832b2, Ael.NA15.26.
German (Pape)
[Seite 627] mit breitem Angesicht, Ael. H. A. 15, 26.
Greek (Liddell-Scott)
πλατυπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ πρόσωπον, Ἀριθ. π. Θαυμ. 28, Αἰλ. π. Ζ. 15, 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à large face.
Étymologie: πλατύς, πρόσωπον.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλατυπρόσωπος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πλατύ πρόσωπο, φαρδυπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πρόσωπον.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτυπρόσωπος: широколицый Arst.