κελάδω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κελάδω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[κελαδέω]], χρησιμ. μόνο στη μτχ., [[θορυβώδης]], βρυχώμενος, σε Όμηρ., Θεόκρ.
|lsmtext='''κελάδω:''' Επικ. [[τύπος]] του [[κελαδέω]], χρησιμ. μόνο στη μτχ., [[θορυβώδης]], βρυχώμενος, σε Όμηρ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κελάδω:''' (ᾰ) (только part. praes.) (= [[κελαδέω]]) шуметь (ποταμὸς [[κελάδων]] Hom.; [[πόντος]] [[κελάδων]] Arph.): [[Ζέφυρος]] [[κελάδων]] ἐπὶ πόντον Hom. Зефир, гудящий над морем.
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελάδω Medium diacritics: κελάδω Low diacritics: κελάδω Capitals: ΚΕΛΑΔΩ
Transliteration A: keládō Transliteration B: keladō Transliteration C: kelado Beta Code: kela/dw

English (LSJ)

Ep. form of κελαδέω, used in part. only,

   A sounding, πὰρ ποταμὸν κελάδοντα Il.18.576, cf. B.8.65, Posidipp. ap. Tz.H.7.661; πλῆτο ῥόος κ. Il.21.16, cf. Theoc.17.92; Ζέφυρον κελάδοντ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον Od.2.421; πόντον κ. Ar.Nu.284 (anap.); Βορέης κ. Q.S.8.243.

German (Pape)

[Seite 1414] = κελαδέω; nur im partic. κελάδων, οντος, rauschend, brausend; vom Meer u. Fluß, πόντος, ῥόος, Il. 18, 576; vom Winde, Od. 2, 421; so auch sp. D., wie Coluth. 6. S. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κελάδω: Ἐπικ. τύπος τοῦ κελαδέω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., ἠχῶν, πὰρ ποταμὸν κελάδοντα Ἰλ. Σ. 576· πλῆτο ῥόος κελάδων Φ. 16, πρβλ. Θεόκρ. 17. 92· Ζέφυρον κελάδοντ’ ἐπὶ οἴνοπα πόντον Ὀδ. Β. 421· κελάδοντα Ἀριστοφ. Νεφ. 284.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
κελαδέω.

Greek Monolingual

κελάδω (Α)
επικ. τ. του κελαδώ.

Greek Monotonic

κελάδω: Επικ. τύπος του κελαδέω, χρησιμ. μόνο στη μτχ., θορυβώδης, βρυχώμενος, σε Όμηρ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κελάδω: (ᾰ) (только part. praes.) (= κελαδέω) шуметь (ποταμὸς κελάδων Hom.; πόντος κελάδων Arph.): Ζέφυρος κελάδων ἐπὶ πόντον Hom. Зефир, гудящий над морем.