ἐρευγμός: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐρευγμός]] και [[ἐρυγμός]]) [[[ερεύγομαι]] (I)]<br />η [[θορυβώδης]] [[εκβολή]] στομαχικού αερίου από το [[στόμα]], το [[ρέψιμο]].
|mltxt=ο (AM [[ἐρευγμός]] και [[ἐρυγμός]]) [[[ερεύγομαι]] (I)]<br />η [[θορυβώδης]] [[εκβολή]] στομαχικού αερίου από το [[στόμα]], το [[ρέψιμο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρευγμός:''' ὁ отрыжка Arst.
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρευγμός Medium diacritics: ἐρευγμός Low diacritics: ερευγμός Capitals: ΕΡΕΥΓΜΟΣ
Transliteration A: ereugmós Transliteration B: ereugmos Transliteration C: erevgmos Beta Code: e)reugmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A eructation, Id.Coac.138 (pl.), Arist.Pr.895b15.

German (Pape)

[Seite 1025] ὁ, das Aufstoßen, Erbrechen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρευγμός: ὁ, = ἔρευγμα, «ῥέψιμον», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 138, Ἀριστ. Προβλ. 10. 44.

Greek Monolingual

ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) [[[ερεύγομαι]] (I)]
η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο.

Russian (Dvoretsky)

ἐρευγμός: ὁ отрыжка Arst.