δινητός: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῑνητός:''' -ή, -όν ([[δινέω]]), περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, σε Ανθ.
|lsmtext='''δῑνητός:''' -ή, -όν ([[δινέω]]), περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῑνητός:''' вращающийся: [[πέτρος]] δ. Anth. жернов.
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δινητός Medium diacritics: δινητός Low diacritics: δινητός Capitals: ΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dinētós Transliteration B: dinētos Transliteration C: dinitos Beta Code: dinhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A whirled round, AP7.394 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 631] im Kreise gedreht; πέτρος, vom Mühlstein, Philp. 76 (VII, 394).

Greek (Liddell-Scott)

δῑνητός: -ή, -όν, (δινέω) ὁ περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, Ἀνθ. Π. 7. 394.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on fait tourner.
Étymologie: δινέω.

Spanish (DGE)

(δῑνητός) -ή, -όν
que gira dando vueltas δ. πέτρος de la muela de un molino AP 7.394 (Phil.), δινητῆσι πτερύγεσσιν Epic.Alex.Adesp.4.14.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α δινητός, -ή, -όν) δινώ
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να περιστραφεί, να στροβιλιστεί
2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο δινητός
γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
περιστρεφόμενος.

Greek Monotonic

δῑνητός: -ή, -όν (δινέω), περιστρεφόμενος, περιδινούμενος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δῑνητός: вращающийся: πέτρος δ. Anth. жернов.