λυγόω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῠγόω:''' μέλ. <i>λυγώσω</i>, [[δένω]] [[σφιχτά]], γερά, σε Ανθ. | |lsmtext='''λῠγόω:''' μέλ. <i>λυγώσω</i>, [[δένω]] [[σφιχτά]], γερά, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῠγόω:''' <b class="num">1)</b> завязывать ([[ἅμμα]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> связывать, опутывать (φρένα τινός Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A tie fast, ἱμάντι κατ' αὐχένος ἅμμα AP9.150 (Antip.); ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθείς APl.1.15. II bend, overpower, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φρένα AP5.216 (Paul. Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠγόω: δένω σφιγκτῶς, στερεῶς, ἱμάντι κατ’ αὐχένος ἅμμα Ἀνθ. Π. 9. 150· ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθεὶς Ἀνθ. Πλαν. 15. ΙΙ. κάμπτω, καταβάλλω, δαμάζω, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φένα Ἀνθ. Π. 5. 217.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 plier, courber;
2 lier.
Étymologie: λύγος.
Greek Monotonic
λῠγόω: μέλ. λυγώσω, δένω σφιχτά, γερά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῠγόω: 1) завязывать (ἅμμα Anth.);
2) связывать, опутывать (φρένα τινός Anth.).