συνεκτέον: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source
(6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συγκρατεί, να τηρεί σε [[συνοχή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συνεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συγκρατεί, να τηρεί σε [[συνοχή]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκτέον:''' adj. verb. к [[συνέχω]].
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκτέον Medium diacritics: συνεκτέον Low diacritics: συνεκτέον Capitals: ΣΥΝΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: synektéon Transliteration B: synekteon Transliteration C: synekteon Beta Code: sunekte/on

English (LSJ)

(συνέχω)

   A one must keep together, τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας X.Cyr.7.5.70.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συνέχω, δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.

Greek Monotonic

συνεκτέον: ρημ. επίθ. του συνέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να συγκρατεί, να τηρεί σε συνοχή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεκτέον: adj. verb. к συνέχω.