ἀπόδεσμος: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόδεσμος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[στηθόδεσμος]], [[ζώνη]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[δεσμίδα]], [[δέμα]], [[κομπόδεμα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀπόδεσμος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[στηθόδεσμος]], [[ζώνη]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[δεσμίδα]], [[δέμα]], [[κομπόδεμα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόδεσμος:''' ὁ<b class="num">1)</b> повязка Arph., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> завязанная узлом тряпочка, узелок Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A band, breastband, girdle, Ar.Fr.320.13, Luc.DMeretr.12.1. II bag, case, receptacle, Plu.Dem.30, Paul.Aeg.3.41; στακτῆς sachet, LXXCa.1.13. 2 bundle, ἐπιστολῶν PRyl.78.36 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 300] ὁ, 1) Band, Brustbinde, οἷς ἐνῆν τιτθίδια Ar. Poll. 7, 66; Luc. D. Mer. 12. – 2) Bündel, Plut. Dem. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδεσμος: ὁ, δεσμός, στηθόδεσμος, ζώνη, «ἄντικρυς δὲ τὸν νῦν καλούμενον ὑπὸ τῶν γυναικῶν στηθόδεσμον, εὕροις ἂν ὀνομαζόμενον ἀπόδεσμον ἐν Θεσμοφοριαζούσαις Ἀριστοφάνους: τὴν πτέρυγα παραλύσασα τοῦ χιτωνίου καὶ τῶν ἀποδέσμων οἷς ἐνῆν τὰ τιτθία» Πολυδ. Ζ΄, 66, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 13· ἡ δὲ φιλήσασα τὸ μῆλον μεταξὺ τῶν μαστῶν ὑπὸ τῷ ἀποδέσμῳ παρεβύσατο Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 12. 1. ΙΙ. δέμα, «κομπόδεμα», πολὺν χρόνον, ἐξ οὗ φοροίη τὸν ἀπόδεσμον ἐκεῖνον ὁ Δημοσθένης ὡς φυλακτήριον Πλουτ. Δημοσθ. 30· ἀπόδεσμος τῆς στακτῆς ἀδελφιδός μου ἐμοί Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. α΄, 13).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bandeau pour la coiffure.
Étymologie: ἀπό, δέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I cinturón, ceñidor Ar.Fr.321.13, Luc.DMeretr.12.1.
II paquete ἐπιστολῶν PRyl.78.36 (II d.C.)
•fardo Hero Mens.210.14, cf. BGU 544.24 (II d.C.).
III 1bolsa Plu.Dem.30, Paul.Aeg.3.41.
2 recipiente στακτῆς LXX Ca.1.13.
Greek Monolingual
ἀπόδεσμος, ο (Α) [[[αποδέω]] (Ι)]
1. στηθόδεσμος, ζώνη
2. δέμα, κομπόδεμα.
Greek Monotonic
ἀπόδεσμος: ὁ,
I. στηθόδεσμος, ζώνη, σε Λουκ.
II. δεσμίδα, δέμα, κομπόδεμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόδεσμος: ὁ1) повязка Arph., Luc.;
2) завязанная узлом тряпочка, узелок Plut.