συσσείω: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
(40)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜA<br />[[σείω]] [[μαζί]] («τὰ τείχη συνέσειον», Πολύαιν.)<br /><b>μσν.</b><br />[[ενοχλώ]], [[ταράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να τρέμει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[μέθη]]) [[συγκλονίζω]], συνταράζω<br /><b>3.</b> [[περιστρέφω]], [[στριφογυρίζω]].
|mltxt=ΜA<br />[[σείω]] [[μαζί]] («τὰ τείχη συνέσειον», Πολύαιν.)<br /><b>μσν.</b><br />[[ενοχλώ]], [[ταράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον να τρέμει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[μέθη]]) [[συγκλονίζω]], συνταράζω<br /><b>3.</b> [[περιστρέφω]], [[στριφογυρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συσσείω:''' сотрясать: συσσείεσθαι [[κάτω]] Arst. стряхиваться вниз.
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσείω Medium diacritics: συσσείω Low diacritics: συσσείω Capitals: ΣΥΣΣΕΙΩ
Transliteration A: sysseíō Transliteration B: sysseiō Transliteration C: sysseio Beta Code: sussei/w

English (LSJ)

   A shake together, τὰ τείχη Polyaen.6.3; τῷ πτερῷ τοῦ κρατῆρος τὴν βάσιν Gp.11.17.4:—Pass., Arist.Pr.966b12, Him.Or.2.23.    2 make to tremble, LXX Ps.28(29).8.    3 metaph. of intoxication, συνέσεισέ μ' ἐκποθεῖσα φιάλη Xenarch.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

συσσείω: σείω ὁμοῦ, τὰ τείχη Πολύαιν. 6. 3. - Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 37. 6. 2) κάμνω τινὰ νὰ τρέμῃ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΗ΄, 7, κ. ἀλλ.). 3) μεταφορ., ἐπὶ μέθης, συνέσεισέ μ’ ἐκποθεῖσα φιάλη Ξέναρχ. ἐν «Διδύμοις» 1.

Spanish

conmover, agitar al mismo tiempo

Greek Monolingual

ΜA
σείω μαζί («τὰ τείχη συνέσειον», Πολύαιν.)
μσν.
ενοχλώ, ταράζω
αρχ.
1. κάνω κάποιον να τρέμει
2. μτφ. (για μέθη) συγκλονίζω, συνταράζω
3. περιστρέφω, στριφογυρίζω.

Russian (Dvoretsky)

συσσείω: сотрясать: συσσείεσθαι κάτω Arst. стряхиваться вниз.