ὑπερκαχλάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκαχλάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ξεχειλίζω]], χύνομαι κάνοντας φυσαλίδες, [[κοχλάζω]] υπερβολικά, σε Λουκ.
|lsmtext='''ὑπερκαχλάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ξεχειλίζω]], χύνομαι κάνοντας φυσαλίδες, [[κοχλάζω]] υπερβολικά, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερκαχλάζω:''' вскипать, бурлить: ὑπερκαχλάσαι ποιεῖν τι Luc. заставить закипеть что-л.
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκαχλάζω Medium diacritics: ὑπερκαχλάζω Low diacritics: υπερκαχλάζω Capitals: ΥΠΕΡΚΑΧΛΑΖΩ
Transliteration A: hyperkachlázō Transliteration B: hyperkachlazō Transliteration C: yperkachlazo Beta Code: u(perkaxla/zw

English (LSJ)

   A run bubbling or boiling over, Luc.DMar.11.2; ἐμβόλου Philostr.Jun.Im.11.

German (Pape)

[Seite 1197] übersprudeln, kochend überlaufen, darüberweg sprudeln, Luc. Mar. D. 11, 2 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαχλάζω: ὑπερμέτρως καχλάζω, ὑπερεκχειλίζω, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 2· τινός, Φιλόστρ. Νεωτ. Εἰκόνες ιβ΄, 27.

French (Bailly abrégé)

s’échapper ou déborder en bouillonnant.
Étymologie: ὑπέρ, καχλάζω.

Greek Monolingual

Α
κάνω πολλές φυσαλίδες, κοχλάζω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καχλάζω «βράζω έντονα, κοχλάζω»].

Greek Monotonic

ὑπερκαχλάζω: μέλ. -σω, ξεχειλίζω, χύνομαι κάνοντας φυσαλίδες, κοχλάζω υπερβολικά, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκαχλάζω: вскипать, бурлить: ὑπερκαχλάσαι ποιεῖν τι Luc. заставить закипеть что-л.