ὑστέρησις: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑστέρησις:''' ἡ, = το προηγ., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑστέρησις:''' ἡ, = το προηγ., σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑστέρησις:''' εως ἡ NT = [[ὑστέρημα]].
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστέρησις Medium diacritics: ὑστέρησις Low diacritics: υστέρησις Capitals: ΥΣΤΕΡΗΣΙΣ
Transliteration A: hystérēsis Transliteration B: hysterēsis Transliteration C: ysterisis Beta Code: u(ste/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, = foreg., Ev.Marc. 12.44, Ep.Phil.4.11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστέρησις: ἡ, = τῷ προηγ., Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ιβ΄, 44, Δ΄ Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. δ΄, 11.

English (Strong)

from ὑστερέω; a falling short, i.e. (specially), penury: want.

English (Thayer)

ὑστερήσεως, ἡ (ὑστερέω), want, poverty: καθ' ὑστέρησιν, on account of want, κατά, II:3c. γ, p. 328b bottom). (Ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

ὑστέρησις: ἡ, = το προηγ., σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὑστέρησις: εως ἡ NT = ὑστέρημα.