ὑστέρησις: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑστέρησις:''' ἡ, = το προηγ., σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ὑστέρησις:''' ἡ, = το προηγ., σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑστέρησις:''' εως ἡ NT = [[ὑστέρημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ, = foreg., Ev.Marc. 12.44, Ep.Phil.4.11.
Greek (Liddell-Scott)
ὑστέρησις: ἡ, = τῷ προηγ., Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ιβ΄, 44, Δ΄ Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. δ΄, 11.
English (Strong)
from ὑστερέω; a falling short, i.e. (specially), penury: want.
English (Thayer)
ὑστερήσεως, ἡ (ὑστερέω), want, poverty: καθ' ὑστέρησιν, on account of want, κατά, II:3c. γ, p. 328b bottom). (Ecclesiastical writings.)
Greek Monotonic
ὑστέρησις: ἡ, = το προηγ., σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὑστέρησις: εως ἡ NT = ὑστέρημα.