κόρθυς: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κόρθῠς:''' -υος, ἡ, επιτετ. [[τύπος]] του [[κόρυς]]· στον Θεόκρ., <i>κόρθυος ἁ τομά</i>, [[δεμάτιο]] θερισμένου σιταριού.
|lsmtext='''κόρθῠς:''' -υος, ἡ, επιτετ. [[τύπος]] του [[κόρυς]]· στον Θεόκρ., <i>κόρθυος ἁ τομά</i>, [[δεμάτιο]] θερισμένου σιταριού.
}}
{{elru
|elrutext='''κόρθῠς:''' υος ἡ куча, груда: [[τᾶς]] κόρθυος ἁ [[τομά]] Theocr. ряд сжатых колосьев.
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρθῠς Medium diacritics: κόρθυς Low diacritics: κόρθυς Capitals: ΚΟΡΘΥΣ
Transliteration A: kórthys Transliteration B: korthys Transliteration C: korthys Beta Code: ko/rqus

English (LSJ)

υος, ἡ, lengthd. form of κόρυς,

   A heap, Anon. ap. Suid. s.v. κορθύεται, Hsch.; in Theoc.10.46, κόρθυος ἁ τομά the swathe of mowncorn.

German (Pape)

[Seite 1486] υος, ἡ (vgl. κόρυς), von Hesych. σωρός erkl.; nur Theocr. 10, 46, ἐς βορέην ἄνεμον τᾶς κόρθυος ἁ τομὰ βλεπέτω, von den reihenweise nach der Seite des Schnittes hinliegenden Haufen der abgemähten Aehren.

Greek (Liddell-Scott)

κόρθῠς: ἢ κόρθις, ἡ, ἐκτεταμένος τύπος τοῦ κόρυς, σωρός, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἐν λ. κορθύεται, Ἡσύχ.· ἐν Θεοκρ. 10. 47, κόρθυος ἁ τομά, δεμάτιον θερισμένου σίτου.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
tas de blé coupé, meule.
Étymologie: DELG étym. peu sûre, malgré skr. śárdha « troupe », got. hairda « troupeau ».

Greek Monolingual

κόρθυς, -υος, ἡ (Α)
σωρός, δεμάτι, κυρίως θερισμένου σταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται στην ετεροιωμένη και συνεσταλμένη βαθμίδα kordhu- της ΙΕ ρίζας kerdho- «αγέλη, σειρά» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. sardhas «κοπάδι», το γοτθ. hairda «κοπάδι», το γαλατ. cordd «κοπάδι, οικογένεια». Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.
ΠΑΡ. αρχ. κορθύνω, κορθύω.

Greek Monotonic

κόρθῠς: -υος, ἡ, επιτετ. τύπος του κόρυς· στον Θεόκρ., κόρθυος ἁ τομά, δεμάτιο θερισμένου σιταριού.

Russian (Dvoretsky)

κόρθῠς: υος ἡ куча, груда: τᾶς κόρθυος ἁ τομά Theocr. ряд сжатых колосьев.