εἰρηναῖος: Difference between revisions
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰρηναῖος:''' -α, -ον, [[ειρηνικός]], [[φίλος]] της ειρήνης, σε Ηρόδ.· <i>τὰεἰρηναῖα</i>, οι καρποί της ειρήνης, στον ίδ.· επίρρ. <i>-ως</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''εἰρηναῖος:''' -α, -ον, [[ειρηνικός]], [[φίλος]] της ειρήνης, σε Ηρόδ.· <i>τὰεἰρηναῖα</i>, οι καρποί της ειρήνης, στον ίδ.· επίρρ. <i>-ως</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰρηναῖος:''' мирный: εἰ. τινι εἶναι Her. жить в мире с кем-л., но ταῦτά [[σφι]] [[εἰρηναῖα]] ἦν Her. это умиротворило их; εἰρηναῖόν τι ἀπαγγεῖλαι [[παρά]] τινος Thuc. прийти от кого-л. с мирными предложениями. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A peaceful, εἰρηναῖον εἶναί τινι to live peaceably with any one, Hdt.2.68; οὐδὲν εἰ. ἀπαγγέλλειν Th.1.29; τὰ εἰ. matters of peace, Hdt.6.57; εἰ. βίος Phld.Oec.p.20J.; εἰ. καὶ βέβαιος πλοῦς Dion. Byz.24: Sup., Max.Tyr.30.5. Adv. -αίως Hdt.3.145, Phld.Oec. p.39J. II εἰρηναῖον, τό, = Lat. Templum Pacis, D.C.72.24.
German (Pape)
[Seite 735] friedlich, ruhig; καί σφι ταῦτα μὲν εἰρηναῖα ἦν Her. 6, 42; ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, lebt mit ihm im Frieden, 2, 68; ὁ κήρυξ ἀπήγγειλεν οὐδὲν εἰρηναῖον παρὰ τῶν Κορινθίων Thuc. 1, 29; was im Frieden geschieht, Her. 6, 57. – Adv. εἰρηναίως, Her. 3, 154.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρηναῖος: -α, -ον, εἰρηνικός, εἰρηναῖον εἶναί τι Ἡρόδ. 2. 68, Θουκ. 1. 29· τὰ εἰρηναῖα, τὰ δικαιώματα ὧν ἀπέλαυον οἱ Βασιλεῖς τῆς Σπάρτης ἐν καιρῷ εἰρήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐμπολέμια, Ἡρόδ. 6. 56, 57. - Ἐπίρρ. -ως ὁ αὐτ. 3. 145.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
pacifique ; τὰ εἰρηναῖα HDT les prérogatives (des rois lacédémoniens) en temps de paix.
Étymologie: εἰρήνη.
Greek Monolingual
εἰρηναῑος, -α, -ον (AM)
1. ειρηνικός
2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια της ειρήνης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εἰρηναῑον
ναὸς τὴς ειρήνης.
Greek Monotonic
εἰρηναῖος: -α, -ον, ειρηνικός, φίλος της ειρήνης, σε Ηρόδ.· τὰεἰρηναῖα, οι καρποί της ειρήνης, στον ίδ.· επίρρ. -ως, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εἰρηναῖος: мирный: εἰ. τινι εἶναι Her. жить в мире с кем-л., но ταῦτά σφι εἰρηναῖα ἦν Her. это умиротворило их; εἰρηναῖόν τι ἀπαγγεῖλαι παρά τινος Thuc. прийти от кого-л. с мирными предложениями.