εἰρηναῖος
English (LSJ)
α, ον,
A peaceful, εἰρηναῖον εἶναί τινι to live peaceably with any one, Hdt.2.68; οὐδὲν εἰρηναῖον ἀπαγγέλλειν Th.1.29; τὰ εἰρηναία = matters of peace, Hdt.6.57; εἰρηναῖος βίος Phld.Oec.p.20J.; εἰρηναῖος καὶ βέβαιος πλοῦς Dion. Byz.24: Sup., Max.Tyr.30.5. Adv. εἰρηναίως Hdt.3.145, Phld.Oec. p.39J.
II εἰρηναῖον, τό, = Lat. Templum Pacis, D.C.72.24.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1 de la paz, relativo a la paz de cosas y abstr., esp. en cont. bélico τὰ εἰρηναῖα (γέρεα) op. τὰ ἐμπολέμια Hdt.6.57, εἰρηναῖα χρήματα = dinero para (comprar) la paz Men.Prot.23.1.13, 27.3.28
• subst. neutr. plu. ἀκινδύνων δὲ καὶ εἰρηναίων ὄντων = en situaciones de ausencia de peligro y de calma Aen.Tact.22.26, τῆς βουλῆς εἰρηναῖα βουλευομένης = mientras el senado deliberaba sobre propuestas de paz Plu.Marc.6, τὰ εἰρηναῖα = hazañas en tiempos de paz op. πολεμικά Aristid.Or.46.30
• de declaraciones, etc. de paz, conciliador ὡς δὲ ὁ κῆρυξ τε ἀπήγγειλεν οὐδὲν εἰρηναῖον παρὰ τῶν Κορινθίων Th.1.29, τὰ μὲν ἀπὸ τοῦ βασιλέως καταπεμπόμενα εἰρηναῖα ἦν καὶ φιλάνθρωπα de un mensaje de Filipo a los atenienses, Did.in D.8.24, εἰρηναῖα γράμματα ... φέρων Soz.HE 8.3.4.
2 pacífico, apacible de pers. y anim., en su carácter o comportamiento διὰ τὴν ἀρετὴν τῶν τόπων καὶ οἱ κατοικοῦντες εἰρηναῖοι Str.3.5.1, cf. 5.2.7, 7.2.2, ὁ μὴ μάχιμος ἀλλ' εἰ. ἐν ἡμῖν λογισμός = nuestra razón que no es belicosa sino pacífica Ph.1.111, ποιῶν αὐτὴν (τὴν ψυχήν) τιθασὸν καὶ χειροήθη καὶ εἰρηναίαν Ph.1.114, cf. Ath.Al.Apol.Sec.84.3, πολεμικός τε δὴ καὶ εἰ. διαφερόντως θεῶν de Dioniso, Aristid.Or.41.5, ὧδε γὰρ ὑμεῖν ἔσσεται εἰ. de Ares encadenado, Orác. en SEG 41.1411.8 (Siedra II d.C.), op. φοβερός Max.Tyr.24.5
• tranquilo, reposado, sin preocupaciones βίος Phld.Oec.2.11, en uso pred. εἰ. διατρίβειν = vivir en paz Ar.Eq.805, ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, ἅτε ὠφελεομένῳ πρὸς αὐτοῦ = el reyezuelo convive pacíficamente con él (el cocodrilo) por el servicio que le presta Hdt.2.68
• subst. τὸ εἰρηναῖον = mansedumbre, carácter pacífico τὸ ἄοπλον τό τε εἰ. τῶν ἀνθρώπων D.C.52.42.7, τὸ εἰρηναῖον καὶ ἀστασίαστον Gr.Naz.M.35.740A
• τὸ εἰρηναῖον = tranquilidad, paz τὸ μὲν εὐσταθὲς καὶ εἰ. ... ἀρετῆς = la estabilidad y la paz de la virtud Ph.1.415.
II adv. εἰρηναίως = tranquilamente, apaciblemente ὡς εἶδε τοὺς Πέρσας εἰ. κατημένους Hdt.3.145, εἰρηναίως τε καὶ μάλιστ' ἀθορύβως Phld.Oec.12.35.
German (Pape)
[Seite 735] friedlich, ruhig; καί σφι ταῦτα μὲν εἰρηναῖα ἦν Her. 6, 42; ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν οἵ ἐστι, lebt mit ihm im Frieden, 2, 68; ὁ κήρυξ ἀπήγγειλεν οὐδὲν εἰρηναῖον παρὰ τῶν Κορινθίων Thuc. 1, 29; was im Frieden geschieht, Her. 6, 57. – Adv. εἰρηναίως, Her. 3, 154.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
pacifique ; τὰ εἰρηναῖα HDT les prérogatives (des rois lacédémoniens) en temps de paix.
Étymologie: εἰρήνη.
Russian (Dvoretsky)
εἰρηναῖος: мирный: εἰ. τινι εἶναι Her. жить в мире с кем-л., но ταῦτά σφι εἰρηναῖα ἦν Her. это умиротворило их; εἰρηναῖόν τι ἀπαγγεῖλαι παρά τινος Thuc. прийти от кого-л. с мирными предложениями.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρηναῖος: -α, -ον, εἰρηνικός, εἰρηναῖον εἶναί τι Ἡρόδ. 2. 68, Θουκ. 1. 29· τὰ εἰρηναῖα, τὰ δικαιώματα ὧν ἀπέλαυον οἱ Βασιλεῖς τῆς Σπάρτης ἐν καιρῷ εἰρήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐμπολέμια, Ἡρόδ. 6. 56, 57. - Ἐπίρρ. -ως ὁ αὐτ. 3. 145.
Greek Monolingual
εἰρηναῖος, -α, -ον (AM)
1. ειρηνικός
2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια της ειρήνης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εἰρηναῖον
ναὸς τὴς ειρήνης.
Greek Monotonic
εἰρηναῖος: -α, -ον, ειρηνικός, φίλος της ειρήνης, σε Ηρόδ.· τὰεἰρηναῖα, οι καρποί της ειρήνης, στον ίδ.· επίρρ. -ως, στον ίδ.
Middle Liddell
εἰρηναῖος, η, ον [from εἰρήνη
peaceful, peaceable, Hdt.: τὰ εἰρηναῖα the fruits of peace, Hdt.: adv. -ως, Hdt.