προσέλασις: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(34) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προσελαύνω]]<br /><b>1.</b> το να οδηγεί [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («[[προσέλασις]] τῶν ὄνων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίθεση]], [[έφοδος]] («[[προσέλασις]] τῶν κοντοφόρων», Δίων Κάσσ.). | |mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προσελαύνω]]<br /><b>1.</b> το να οδηγεί [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («[[προσέλασις]] τῶν ὄνων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίθεση]], [[έφοδος]] («[[προσέλασις]] τῶν κοντοφόρων», Δίων Κάσσ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσέλᾰσις:''' εως ἡ прибытие (τῶν ὄνων Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A driving up, τῶν ὄνων Plu.2.866c. II assault, τῶν κοντοφόρων D.C.40.22.
German (Pape)
[Seite 758] ἡ, das Hinzu-, Herangehen, -fahren u. dgl., Ankunft, Angriff; D. Cass. 40, 22; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσέλᾰσις: ἡ, τὸ ἐλαύνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, τῶν ὄνων Πλούτ. 2. 866C. ΙΙ. ἐπίθεσις, ἔφοδος, τῶν κοντοφόρων Δίων Κ. 40. 22.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s’avancer vers.
Étymologie: προσελαύνω.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α προσελαύνω
1. το να οδηγεί κανείς κάποιον ή κάτι προς τα εμπρός («προσέλασις τῶν ὄνων», Πλούτ.)
2. επίθεση, έφοδος («προσέλασις τῶν κοντοφόρων», Δίων Κάσσ.).
Russian (Dvoretsky)
προσέλᾰσις: εως ἡ прибытие (τῶν ὄνων Plut.).