Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀριθμητής: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀριθμητής]]) [[αριθμώ]]<br />αυτός που υπολογίζει, που καταμετρεί [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>Μαθ.</b> ο όρος του κλάσματος ο [[οποίος]] φανερώνει τον αριθμό των κλασματικών μονάδων που περιέχει ο [[κλασματικός]] [[αριθμός]]<br /><b>2.</b> [[μηχάνημα]] που χρησιμεύει στην αυτόματη [[μέτρηση]] ή [[αποτύπωση]] αριθμών με αύξουσα [[σειρά]].
|mltxt=ο (Α [[ἀριθμητής]]) [[αριθμώ]]<br />αυτός που υπολογίζει, που καταμετρεί [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>Μαθ.</b> ο όρος του κλάσματος ο [[οποίος]] φανερώνει τον αριθμό των κλασματικών μονάδων που περιέχει ο [[κλασματικός]] [[αριθμός]]<br /><b>2.</b> [[μηχάνημα]] που χρησιμεύει στην αυτόματη [[μέτρηση]] ή [[αποτύπωση]] αριθμών με αύξουσα [[σειρά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριθμητής:''' οῦ ὁ подсчитыватель, счетчик Plat.
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριθμητής Medium diacritics: ἀριθμητής Low diacritics: αριθμητής Capitals: ΑΡΙΘΜΗΤΗΣ
Transliteration A: arithmētḗs Transliteration B: arithmētēs Transliteration C: arithmitis Beta Code: a)riqmhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A calculator, Pl.Just.373b.

German (Pape)

[Seite 351] ὁ, der Rechner, Plat. de iust. 373 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριθμητής: -οῦ, ὁ, λογιστής, Τζέτζης εἰς Λυκόφρ. 980.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
calculador, contador Pl.Iust.373b, op. γεωμέτρης Hippol.Haer.6.28.1, encargado de redactar contratos, Ath.Scholast.Coll.14.3.

Greek Monolingual

ο (Α ἀριθμητής) αριθμώ
αυτός που υπολογίζει, που καταμετρεί κάτι
νεοελλ.
1. Μαθ. ο όρος του κλάσματος ο οποίος φανερώνει τον αριθμό των κλασματικών μονάδων που περιέχει ο κλασματικός αριθμός
2. μηχάνημα που χρησιμεύει στην αυτόματη μέτρηση ή αποτύπωση αριθμών με αύξουσα σειρά.

Russian (Dvoretsky)

ἀριθμητής: οῦ ὁ подсчитыватель, счетчик Plat.