παράσειον: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παράσειον:''' τό, ανώτατο [[ιστίο]], σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''παράσειον:''' τό, ανώτατο [[ιστίο]], σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''παράσειον:''' τό верхний парус или верхняя часть паруса (τοῦ ἱστίου τὸ π. Luc.).
}}
}}

Revision as of 08:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράσειον Medium diacritics: παράσειον Low diacritics: παράσειον Capitals: ΠΑΡΑΣΕΙΟΝ
Transliteration A: paráseion Transliteration B: paraseion Transliteration C: paraseion Beta Code: para/seion

English (LSJ)

τό,

   A topsail, Callix.1, Luc.Nav.5.

German (Pape)

[Seite 497] τό, das oberste Segel, supparum, Luc. Navig. 5. Vgl. ἐπίσειον u. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παράσειον: τό, τὸ ἀνώτατον ἱστίον, Λατ. supparum, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C (ἔνθα κακῶς παράσειρον)· πρβλ. ἐπισείων.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
hunier.
Étymologie: παρασείω.

Greek Monotonic

παράσειον: τό, ανώτατο ιστίο, σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

παράσειον: τό верхний парус или верхняя часть паруса (τοῦ ἱστίου τὸ π. Luc.).