ἐξάγγελσις: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(12) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξάγγελσις]], η (Α)<br />[[εξάγγελμα]], [[εξαγγελία]], [[έκθεση]]. | |mltxt=[[ἐξάγγελσις]], η (Α)<br />[[εξάγγελμα]], [[εξαγγελία]], [[έκθεση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξάγγελσις:''' εως ἡ сообщение, изложение (ἁμαρτημάτων καὶ ἀδικημάτων Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A statement, Arist.Rh.Al.1426b26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάγγελσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαγγέλλειν, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 5. 1· ἐκφαντορίαν λέγει τὴν ἐξάγγελσιν Μάξιμος ἐν Σχολ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. π. Οὐρ. Ἱερ. σ. 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire connaître, rapport.
Étymologie: ἐξαγγέλλω.
Greek Monolingual
ἐξάγγελσις, η (Α)
εξάγγελμα, εξαγγελία, έκθεση.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάγγελσις: εως ἡ сообщение, изложение (ἁμαρτημάτων καὶ ἀδικημάτων Arst.).