βαύκαλις: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βαύκᾰλις:''' ἡ, [[αγγείο]] που ψύχει ή διατηρεί δροσερό το [[κρασί]] ή το [[νερό]], σε Ανθ.
|lsmtext='''βαύκᾰλις:''' ἡ, [[αγγείο]] που ψύχει ή διατηρεί δροσερό το [[κρασί]] ή το [[νερό]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαύκᾰλις:''' ιδος ἡ Anth. = [[ψυκτήρ]].
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαύκᾰλις Medium diacritics: βαύκαλις Low diacritics: βαύκαλις Capitals: ΒΑΥΚΑΛΙΣ
Transliteration A: baúkalis Transliteration B: baukalis Transliteration C: vaykalis Beta Code: bau/kalis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A vessel for cooling wine or water in, elsewh. ψυκτήρ, AP11.244; β. ἡ τετράκυκλος Sopat.24.—Alexandr. word acc. to Ath.11.784b; on the accent cf. Hdn.Gr.1.90.

German (Pape)

[Seite 439] ἡ, ein irdenes Gefäß zum Abkühlen des Wassers od. Weins, Nicarch. 34 (XI, 244); vgl. Ath. XI, 784 b u. καύκαλις.

Greek (Liddell-Scott)

βαύκᾰλις: ἡ, ἀγγεῖον πρὸς ψύχρανσιν ὕδατος ἢ οἴνου, ἀλλαχοῦ καλούμενον ψυκτήρ, Ἀνθ. Π. 11. 244· ὡσαύτως καύκαλις, Κοραῆ Ἰσοκρ. σ. 446. - Ἀλεξανδρ. λέξις, ἴδε Ἀθήν. 784Β· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 31. 10.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
vase à col long et étroit où l’on faisait rafraîchir l’eau ou le vin.
Étymologie: DELG βαυκαλάω, par plaisanterie.
Par. ψυκτήρ.

Spanish (DGE)

(βαύκᾰλις) -ιδος, ἡ

• Alolema(s): βαυκαλίς Sopat.24

• Morfología: [ac. -ιν AP 11.244]
1 vasija de cuello estrecho y largo en que se ponía a refrescar vino o agua β. ἡ τετράκυκλος Sopat.l.c., εἰς τὸ θέρος χαλκῆν βαύκαλιν ἠγόρασας AP l.c., cf. Hdn.Gr.1.90.
2 apodo de Alejandro, presbítero alejandrino, Philost.HE 1.4.

• Etimología: v. βαυκάλιον.

Greek Monolingual

βαύκαλις (-ιδος), η (Α)
πήλινη ή χάλκινη στάμνα με στενό λαιμό, ειδική για να κρυώνει νερό ή κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βαυκάλιον).

Greek Monotonic

βαύκᾰλις: ἡ, αγγείο που ψύχει ή διατηρεί δροσερό το κρασί ή το νερό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαύκᾰλις: ιδος ἡ Anth. = ψυκτήρ.