ἁλιστέφανος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλιστέφανος]], -ον και ἀλιστεφής, -ές (AM)<br />αυτός που περιστέφεται, που περιβάλλεται από [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[στέφανος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]].
|mltxt=[[ἁλιστέφανος]], -ον και ἀλιστεφής, -ές (AM)<br />αυτός που περιστέφεται, που περιβάλλεται από [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[στέφανος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλιστέφᾰνος:''' опоясанный морем ([[πτολίεθρον]] HH).
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιστέφανος Medium diacritics: ἁλιστέφανος Low diacritics: αλιστέφανος Capitals: ΑΛΙΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: halistéphanos Transliteration B: halistephanos Transliteration C: alistefanos Beta Code: a(liste/fanos

English (LSJ)

ον,

   A sea-crowned, sea-girt, πτολίεθρον h.Ap.410; νῆσος Alex. Lychn. ap. St.Byz.s.v. Ταπροβάνη, Nonn.D.40.521.

German (Pape)

[Seite 98] meerumkränzt, H. h. 1. 410 πτολίεθρον; Nonn. νῆσος 40, 521.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιστέφανος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιστεφόμενος, περιβαλλόμενος, νῆσος, Ἀλέξ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Ταπροβάνη.

Spanish (DGE)

(ἁλιστέφᾰνος) -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
coronado, rodeado por el mar πτολίεθρον h.Ap.410, de la isla de Andros CEG 627 (Eretria IV a.C.), νῆσος Nonn.D.40.521, cf. Alex.Eph.SHell.36.

Greek Monolingual

ἁλιστέφανος, -ον και ἀλιστεφής, -ές (AM)
αυτός που περιστέφεται, που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + στέφανος < στέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιστέφᾰνος: опоясанный морем (πτολίεθρον HH).