δυσανασχετέω: Difference between revisions
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσανασχετέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i>, [[υποφέρω]] με [[δυσκολία]], [[φέρω]] [[βαρέως]], Λατ. [[aegre]] ferre, σε Θουκ.· είμαι [[πολύ]] εξοργισμένος, αγανακτισμένος, [[αδημονώ]], [[ἐπί]] τινι, σε Πλούτ. | |lsmtext='''δυσανασχετέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i>, [[υποφέρω]] με [[δυσκολία]], [[φέρω]] [[βαρέως]], Λατ. [[aegre]] ferre, σε Θουκ.· είμαι [[πολύ]] εξοργισμένος, αγανακτισμένος, [[αδημονώ]], [[ἐπί]] τινι, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσανασχετέω:''' <b class="num">1)</b> с трудом переносить, находить невыносимым (τι Thuc., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> быть недовольным, негодовать или сетовать (πρός τι Polyb., Plut. и ἐπί τινι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A bear ill, Th.7.71; to be greatly vexed, ἐπί τινι, πρός τι, Plu.Cam.35, Plb.16.12.5; περί τινος Phalar.Ep.37; τοῖς γενομένοις J.AJ13.16.2: abs., Eus.Mynd.59, Aët.8.44.
German (Pape)
[Seite 675] etwas übel aufnehmen, es unerträglich finden; τὰ γιγνόμενα Thuc. 7, 71; Folgende, bes. Dion. Hal. öfter; unwillig werden, zürnen, ἐπί τινι, Nic. Damasc. 53; Plut. Camill. 55; πρός τι, frgm. 6, 3; περί τινος, Sp.; τινί, Clem. Al. p. 2 b.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανασχετέω: μετὰ δυσκολίας ὑποφέρω, βαρέως φέρω, Λατ. aegre ferre, τι Θουκ. 7. 71· μεγάλως στενοχωροῦμαι, ἀδημονῶ, ἐπί τινι ἢ πρός τι Πλούτ. Καμ. 35, Πολύβ. 16. 12, 5· περί τινος Φάλαρ. Ἐπ. 115.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et ao.
1 supporter avec peine, acc.;
2 être mécontent ou indigné.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. δυσηνησχέτουν Hdn.Epim.281]
I soportar mal τὰ γιγνόμενα Th.7.71, τὴν τριβήν Plu.Sert.16.
II intr.
1 pasarlo mal δυσανασχετεῖ καὶ ξενοπαθεῖ del alma, Plu.2.607e, cf. Philostr.Ep.63, Eus.Mynd.59
•ref. a un enfermo sufrir, sentirse mal χρόνον ... ἐφ' ὅσον ὁ πάσχων μὴ δυσανασχετῇ Aët.8.44.
2 c. rég. prep. enojarse πρὸς τὰς τοιαύτας ἀποφάσεις τῶν ἱστοριογράφων Plb.16.12.5, πρὸς τὴν ἀνατριβήν Plu.Ant.65, περὶ μοίρας ἢ θανάτου Phalar.Ep.37, ἐπὶ τῇ βλάβῃ Ph.2.461, ἐπὶ τοῖς γεγενημένοις Plu.Cam.35
•tb. c. dat. τοῖς γινομένοις I.AI 13.411
•abs. contenerse con dificultad δυσανασχετήσαντες ἐμέλλησαν αὐτὸν ἀνελεῖν Ph.2.167.
Greek Monotonic
δυσανασχετέω: μέλ. —ήσω, υποφέρω με δυσκολία, φέρω βαρέως, Λατ. aegre ferre, σε Θουκ.· είμαι πολύ εξοργισμένος, αγανακτισμένος, αδημονώ, ἐπί τινι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσανασχετέω: 1) с трудом переносить, находить невыносимым (τι Thuc., Plut.);
2) быть недовольным, негодовать или сетовать (πρός τι Polyb., Plut. и ἐπί τινι Plut.).