κοχλιοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(21) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[κοχλιοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με κοχλία, [[ελικοειδής]], [[σπειροειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοχλιοειδώς</i> (AM κοχλιοειδῶς)<br />σπειροειδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | |mltxt=-ές (AM [[κοχλιοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με κοχλία, [[ελικοειδής]], [[σπειροειδής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοχλιοειδώς</i> (AM κοχλιοειδῶς)<br />σπειροειδώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοχλιοειδής:''' v. l. [[κοχλιώδης]] 2 винтообразный, спиральный Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A spiral, Hsch. s.v. πολύδονος; κ. γραμμή conchoid, Simp.in Ph.60.14, in Cat.192.20. Adv. -δῶς by means of a screw, Ph.Byz.Mir.1.4.
Greek (Liddell-Scott)
κοχλιοειδής: -ές, ἑλικοειδής, Ἡσύχ. ἐν λ. πολύδοτος, Ἐπίρρ. -δῶς, «αἱ δὲ τῶν ὑδάτων ἀναγωγαί... κοχλιοειδῶς ἀνατρέχουσιν» Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θαυμάτ. 1.
Greek Monolingual
-ές (AM κοχλιοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κοχλία, ελικοειδής, σπειροειδής.
επίρρ...
κοχλιοειδώς (AM κοχλιοειδῶς)
σπειροειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -ειδής (< εἶδος)].
Russian (Dvoretsky)
κοχλιοειδής: v. l. κοχλιώδης 2 винтообразный, спиральный Plut.