πολυαῦλαξ: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυαῦλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ. | |lsmtext='''πολυαῦλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[πολλά]] αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυαῦλαξ:''' ᾰκος adj. с многочисленными бороздами ([[πεδίον]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ, τό,
A with many furrows, πεδίον π. AP6.238 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 660] ακος, von vielen Furchen, πεδίον, Apollnds. 5 (VI, 238).
Greek (Liddell-Scott)
πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς αὔλακας, πεδίου, πολυαύλακος, ἀντίθετ. τῷ ὀλιγαῦλαξ, Ἀνθ. Π. 6. 238· Αἴγυπτος Χρησ. Σιβ. 4. 72.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
aux nombreux sillons, vaste.
Étymologie: πολύς, αὖλαξ.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει πολλά αυλάκια
2. συνεκδ. αυτός που ποτίζεται με πολλά αυλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. ολιγ-αύλαξ)].
Greek Monotonic
πολυαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά αυλάκια, χαντάκια, σχισμές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολυαῦλαξ: ᾰκος adj. с многочисленными бороздами (πεδίον Anth.).