ἰσομήκης: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰσομήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), [[ίσος]] στο [[μήκος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἰσομήκης:''' -ες ([[μῆκος]]), [[ίσος]] στο [[μήκος]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσομήκης:''' имеющий одинаковую длину Plat., Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A equal in length, Arist.HA506b14; τῇ Ἀττικῇ Str.9.2.1; of numbers, having a common factor, Pl.R. 546c.
German (Pape)
[Seite 1265] ες, gleich lang; Plat. Rep. VIII, 546 c; Arist. H. A. 2, 16 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσομήκης: -ες, ἴσος τὸ μῆκος, Πλάτ. Πολ. 546C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 14· τινὶ Στράβ. 400, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
égal en longueur, de même longueur.
Étymologie: ἴσος, μῆκος.
Greek Monolingual
-όμηκες (Α ἰσομήκης, -όμηκες)
ίσος με άλλον κατά το μήκος («ἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.)
αρχ.
(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιο-μήκης, στενο-μήκης].
Greek Monotonic
ἰσομήκης: -ες (μῆκος), ίσος στο μήκος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσομήκης: имеющий одинаковую длину Plat., Arst.