ἀνάκλαστος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάκλαστος]], -ον) [[ἀνακλῶ]]<br />ο [[προς]] τα [[πίσω]] κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί [[ανάκλαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάκλαστος]], -ον) [[ἀνακλῶ]]<br />ο [[προς]] τα [[πίσω]] κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί [[ανάκλαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάκλαστος:''' грам. производный (ὀνόματα, [[οἷον]] ὁ φρονῶν ἀπο τοῦ φρονίμου Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bent back, reflected: metaph., of participles derived from Nouns or Adjectives, Plu.2.1011d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκλαστος: -ον, (ἀνακλάω) ὁ εἰς τὰ ὀπίσω κεκαμμένος, ὁ ἀντανακλώμενος. ΙΙ. ἐν τῇ Γραμμ., κλιτός, Πλούτ. 2. 1011D.
Spanish (DGE)
-ον reflexivo Plu.2.1011d (cód.), v. ἀντανάκλαστος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάκλαστος, -ον) ἀνακλῶ
ο προς τα πίσω κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί ανάκλαση
αρχ.
λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάκλαστος: грам. производный (ὀνόματα, οἷον ὁ φρονῶν ἀπο τοῦ φρονίμου Plut.).