ἀπόπολις: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόπολις:''' ποιητ. ἀπό-πτολις, -ι· γεν. <i>-ιδος</i> και <i>-εως</i>· αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την πόλη του, [[εξόριστος]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''ἀπόπολις:''' ποιητ. ἀπό-πτολις, -ι· γεν. <i>-ιδος</i> και <i>-εως</i>· αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την πόλη του, [[εξόριστος]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόπολις:''' поэт. [[ἀπόπτολις]], ιδος и εως adj. изгнанный из страны Aesch., Soph.
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπολις Medium diacritics: ἀπόπολις Low diacritics: απόπολις Capitals: ΑΠΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: apópolis Transliteration B: apopolis Transliteration C: apopolis Beta Code: a)po/polis

English (LSJ)

poet. ἀποποί-πτολις, ι, gen. ιδος and εως,

   A far from the city, banished, ἀ. ἔσει A.Ag.1410 (lyr.), cf. S.OT1000, OC208, E.Hyps. Fr.44; ἀπόπτολιν ἔχειν τινά S.Tr.647 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 320] (fern von der Stadt) entfernt, Aesch. Ag. 1884. S. ἀπόπτολις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπολις: ποιητ. ἀπόπτολις, ι, γεν. -ιδος καὶ -εως: ― μακρὰν τῆς πόλεως, ἐξόριστος, ἀπ. ἔσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1410, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1000, Ο. Κ. 208˙ ἀπόπτολιν ἔχειν τινά, ὁ αὐτ. Τρ. 674, πρβλ. ἀγχίπολις.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
banni de la cité, exilé.
Étymologie: ἀπό, πόλις.

Spanish (DGE)

-εως

• Alolema(s): ἀπόπτολις S.OC 208, OT 1000, Tr.647, E.Fr.70 p.24 Bond
ausente, desterrado, exiliado de la ciudad, ἀπόπολις δ' ἔσῃ, μῖσος ὄβριμον ἀστοῖς A.A.1410, cf. S.ll.cc., E.l.c.

Greek Monolingual

ἀπόπολις κ. -πτολις, (-ιδος κ. -εως), ο, η (Α)
ο εξόριστος.

Greek Monotonic

ἀπόπολις: ποιητ. ἀπό-πτολις, -ι· γεν. -ιδος και -εως· αυτός που βρίσκεται μακριά από την πόλη του, εξόριστος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπολις: поэт. ἀπόπτολις, ιδος и εως adj. изгнанный из страны Aesch., Soph.