ὑπέρδικος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), υπερβολικά [[δίκαιος]], υπερβολικά [[αυστηρός]], σε Πίνδ.· <i>κἂν ὑπέρδικ' ᾖ</i>, όσο δίκαιοι κι αν είναι, σε Σοφ.· επίρρ. -[[κως]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑπέρδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), υπερβολικά [[δίκαιος]], υπερβολικά [[αυστηρός]], σε Πίνδ.· <i>κἂν ὑπέρδικ' ᾖ</i>, όσο δίκαιοι κι αν είναι, σε Σοφ.· επίρρ. -[[κως]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρδῐκος:''' <b class="num">1)</b> в высшей степени справедливый: τὰ σκληρά, κἂν ὑπέρδικ᾽ ᾖ, δάκνει Soph. жестокие слова, как бы они справедливы ни были, причиняют боль;<br /><b class="num">2)</b> охраняющий справедливость, т. е. несущий справедливое возмездие ([[Νέμεσις]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρδῐκος Medium diacritics: ὑπέρδικος Low diacritics: υπέρδικος Capitals: ΥΠΕΡΔΙΚΟΣ
Transliteration A: hypérdikos Transliteration B: hyperdikos Transliteration C: yperdikos Beta Code: u(pe/rdikos

English (LSJ)

ον,

   A more than just, severely just, Νέμεσις Pi.P.10.44; of things, κἂν ὑπέρδικ' ᾖ though they be never so just, S.Aj.1119. Adv. -κως A.Ag.1396.    II pleading for another, Sch.Pl.Phd.86e.

German (Pape)

[Seite 1194] 1) überaus gerecht; adv., Aesch. Ag. 1369; Soph. Ai. 1098. – 2) über das Recht waltend, es vertheidigend, beschützend; Νέμεσις, Pind. P. 10, 44; ὁ ὑπέρδικος, der Rechtsbeistand.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρδῐκος: -ον, ὁ ὑπερβολικῶς δίκαιος, ὁ σφόδρα αὐστηρός, φυγόντες ὑπέρδικον νέμεσιν Πινδ. Π. 10. 68. ― Κατὰ Φώτ.· «ὑπέρδικον: τὸν ἀκροδίκαιον καὶ σφόδρα δίκαιον»· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὰ σκληρὰ γάρ τοι, κἂν ὑπέρδικ’ ᾖ, δάκνει, διότι οἱ σκληροὶ λόγοι, ὅσον δίκαιοι καὶ ἂν ὦσι, πειράζουσι, Σοφ. Αἴ. 1119. ― Ἐπίρρ. -κως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1396. ΙΙ. ὁ συνηγορῶν ὑπέρ τινος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 86Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρδικοι· συνήγοροι οἱ τὸ δίκαιον ὑπερβαίνοντες».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait juste.
Étymologie: ὑπέρ, δίκη.

English (Slater)

ὑπέρδῐκος, -ον
   1 severely just φυγόντες ὑπέρδικον Νέμεσιν (sc. Ὑπερβόρεοι: “höchst gerecht,” Hirzel, Agraphos Nomos, 57̆{2}: “für das Recht eintretend,” Fränkel, D &P, 562̆{15}) (P. 10.44)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. περισσότερο από δίκαιος, πολύ αυστηρός
2. συνήγορος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].

Greek Monotonic

ὑπέρδῐκος: -ον (δίκη), υπερβολικά δίκαιος, υπερβολικά αυστηρός, σε Πίνδ.· κἂν ὑπέρδικ' ᾖ, όσο δίκαιοι κι αν είναι, σε Σοφ.· επίρρ. -κως, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρδῐκος: 1) в высшей степени справедливый: τὰ σκληρά, κἂν ὑπέρδικ᾽ ᾖ, δάκνει Soph. жестокие слова, как бы они справедливы ни были, причиняют боль;
2) охраняющий справедливость, т. е. несущий справедливое возмездие (Νέμεσις Pind.).