ὀκρίς: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(28)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκρίς]], -[[ίδος]], ό, ἡ (Α) [[όκρις]]<br />αυτός που έχει πολλές προεξοχές, που έχει [[τραχεία]] [[επιφάνεια]].
|mltxt=[[ὀκρίς]], -[[ίδος]], ό, ἡ (Α) [[όκρις]]<br />αυτός που έχει πολλές προεξοχές, που έχει [[τραχεία]] [[επιφάνεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκρίς:''' ίδος adj. f обрывистый, неровный, острый ([[φάραγξ]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 317] ίδος, fem. zu ὀκριόεις, ὀκρίδα φάραγγα, Aesch. Prom. 1018.

French (Bailly abrégé)

ὀκρίδος
adj. f.
âpre, raboteux.
Étymologie: DELG lat. ocris, cf. ἄκρος.

Greek Monolingual

ὀκρίς, -ίδος, ό, ἡ (Α) όκρις
αυτός που έχει πολλές προεξοχές, που έχει τραχεία επιφάνεια.

Russian (Dvoretsky)

ὀκρίς: ίδος adj. f обрывистый, неровный, острый (φάραγξ Aesch.).