βαθύπλουτος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύπλουτος:''' -ον, υπερβολικά [[πλούσιος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''βᾰθύπλουτος:''' -ον, υπερβολικά [[πλούσιος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαθύπλουτος:''' <b class="num">1)</b> чрезвычайно богатый ([[χθών]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> приумножающий богатства ([[εἰρήνη]] Eur., Arph.).
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύπλουτος Medium diacritics: βαθύπλουτος Low diacritics: βαθύπλουτος Capitals: ΒΑΘΥΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: bathýploutos Transliteration B: bathyploutos Transliteration C: vathyploutos Beta Code: baqu/ploutos

English (LSJ)

ον,

   A exceeding rich, ζωά B.3.82; χθών A.Supp.554 (lyr.); Εἰρήνα E.Fr.453, copied by Ar.Fr.109; of persons, Ph.1.635, Alciphr.3.10; β. κατασκευαὶ οἰκιῶν D.H.20.4.

German (Pape)

[Seite 424] sehr reich, χθών Aesch. Suppl. 549; εἰρήνη Eur. frg. Cresph. IV, 1; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύπλουτος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν πλούσιος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 555, Εὐρ. Ἀποσπ. 462, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163· πρβλ. βαθυκτέανος, βάθος 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
profondément, càd immensément riche.
Étymologie: βαθύς, πλοῦτος.

Spanish (DGE)

(βᾰθύπλουτος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de abundante y sólida riqueza, opulento ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς B.3.82, χθών A.Supp.554, cf. Fr.451g.3, εἰρήνα E.Fr.4.104O.M., Ar.Fr.111, cf. Epigr.Adesp.SHell.977.5, κατασκευὰς οἰκιῶν ... βαθυπλούτους ὁρῶν D.H.20.4, χρυσοῖο βαθυπλούτοιο κολοσσοί Orác. en ZPE 7.1971.198.2 (Dídima III d.C.)
de pers., Ph.1.635, Alciphr.2.2.1, κραδίη AP 16.40 (Crin.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βαθύπλουτος, -ον)
πολύ πλούσιος.

Greek Monotonic

βᾰθύπλουτος: -ον, υπερβολικά πλούσιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βαθύπλουτος: 1) чрезвычайно богатый (χθών Aesch.);
2) приумножающий богатства (εἰρήνη Eur., Arph.).