περιψάω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(6)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιψάω:''' απαρ. -[[ψῆν]], αόρ. αʹ <i>περιέψησα</i>· [[σκουπίζω]] [[ολόγυρα]], [[σφουγγίζω]] και [[καθαρίζω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''περιψάω:''' απαρ. -[[ψῆν]], αόρ. αʹ <i>περιέψησα</i>· [[σκουπίζω]] [[ολόγυρα]], [[σφουγγίζω]] και [[καθαρίζω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιψάω:''' обтирать, вытирать (τὠφθαλμιδίω, τὰ βλέφαρα Arph.).
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιψάω Medium diacritics: περιψάω Low diacritics: περιψάω Capitals: ΠΕΡΙΨΑΩ
Transliteration A: peripsáō Transliteration B: peripsaō Transliteration C: peripsao Beta Code: periya/w

English (LSJ)

   A wipe all round, wipe clean, τὠφθαλμιδίω περιψῆν Ar.Eq. 909 ; τὰ βλέφαρα περιέψησεν Id.Pl.730 ; σφόγγοι περιψῆσαι τὰ ἀναθήματα IG11(2).287 A 84(Delos, iii B. C.); π. σπόγγῳ τὸ ἄγγος Zos. Alch.p.224B.

German (Pape)

[Seite 601] (s. ψάω), inf. ψῆν, Ar. Equ. 906, ringsumher wischen, abstreichen, reinigen, τὰ βλέφαρα περιέψησεν, Plut. 730, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιψάω: ἀπαρ. -ψῆν, σπογγίζω ὁλόγυρα, σπογγίζω καὶ καθαρίζω, τὠφθαλμιδίω περιψῆν Ἀριστοφ. Ἱππ. 909· τὰ βλέφαρα περιέψησεν ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 730.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
frotter ou essuyer tout autour, étriller.
Étymologie: περί, ψήχω.

Greek Monotonic

περιψάω: απαρ. -ψῆν, αόρ. αʹ περιέψησα· σκουπίζω ολόγυρα, σφουγγίζω και καθαρίζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περιψάω: обтирать, вытирать (τὠφθαλμιδίω, τὰ βλέφαρα Arph.).