κατάλειμμα: Difference between revisions
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(19) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κατάλειμμα]]) [[καταλείπω]]<br />κατάλοιπο, [[απομεινάρι]]. | |mltxt=το (AM [[κατάλειμμα]]) [[καταλείπω]]<br />κατάλοιπο, [[απομεινάρι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάλειμμα:''' ατος τό остаток (τὸ κ. σωθήσεται NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A remnant, LXXGe.45.7,al. 2 v. κατάλημμα.
German (Pape)
[Seite 1359] τό, das Uebriggelassene, der Ueberrest, das Ueberbleibsel, LXX u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλειμμα: τό, ὑπόλοιπον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 13), Γαλην. 14. 456.
English (Strong)
from καταλείπω; a remainder, i.e. (by implication) a few: remnant.
English (Thayer)
καταλειμματος, τό (καταλείπω), a remnant, remains: R G, where it is equivalent to a few, a small part; see ὑπόλειμμα. (the Sept., Galen.)
Greek Monolingual
το (AM κατάλειμμα) καταλείπω
κατάλοιπο, απομεινάρι.
Russian (Dvoretsky)
κατάλειμμα: ατος τό остаток (τὸ κ. σωθήσεται NT).